- στραβολαίμης
- οείδος πουλιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στραβολαίμης — α, ικο, Ν 1. αυτός που έχει τον λαιμό λοξό, με κλίση προς τα πλάγια 2. κοινή ονομασία τού δρυοκολαπτόμορφου πτηνού Jynx torquilla. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο) * + λαίμης (< λαιμός), πρβλ. μακρυ λαίμης] … Dictionary of Greek
στραβολαίμης, -α, -ικο — αυτός που έχει στραβό λαιμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στραβολαιμιάζω — Ν [στραβολαίμης] 1. στραβώνω τον λαιμό κάποιου, τόν πιάνω και τού στρίβω τον αυχένα προς μία πλευρά 2. γίνομαι στραβολαίμης από τη συχνή ή πολύωρη στροφή τού λαιμού προς την ίδια κατεύθυνση ή από ψύξη 3. πάσχω από συγγενή δυσμορφία τού κεφαλιού… … Dictionary of Greek
γλωσσάς — ού, άδικο και άρικο και ούδικο 1. φλύαρος 2. αυθάδης, αθυρόστομος 3. το αρσ. ως ουσ. ονομασία του πτηνού ίυγξ ο στρεψίλαιμος, ο στραβολαίμης … Dictionary of Greek
κυρταυχενίζω — [κυρταύχην] έχω κυρτό αυχένα, είμαι στραβολαίμης … Dictionary of Greek
κυρταύχην — ο, η (Α κυρταύχην, ενος, ό, ή) αυτός που έχει κυρτό αυχένα, στραβολαίμης νεοελλ. φρ. «κυρταύχην ἵππος» το άλογο που, όταν βαδίζει, φέρει την κεφαλή και τον τράχηλο προς το στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + αὐχήν (πρβλ. καμπυλ αύχην, κρατερ αύχην)] … Dictionary of Greek
ραιβόκρανος — η, ο / ῥαιβόκρανος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει ραιβό, δηλαδή στραμμένο, το κεφάλι του προς τη μία πλευρά, στραβοκέφαλος, στραβολαίμης νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ραιβόκρανο ιατρ. ανωμαλία κατά την οποία η κεφαλή έλκεται προς το ένα πλάγιο και… … Dictionary of Greek
στραβ(ο)- — Ν α συνθετικό πολλών λ. τής Νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. στραβός και δηλώνει είτε επισφαλή όραση είτε ότι το β’ συνθετικό είναι λοξό, στρεβλό ή ότι γίνεται με εσφαλμένο τρόπο. ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) στραβακούω, στραβοβλέπω,… … Dictionary of Greek
στραβολαιμιά — η, Ν [στραβολαίμης] το να έχει κανείς στραβό λαιμό, το να γέρνει ο λαιμός του προς τα πλάγια … Dictionary of Greek
στραβολαιμιάζω — στραβολαίμιασα, στραβολαιμιάστηκα, στραβολαιμιασμένος 1. γίνομαι στραβολαίμης: Κρύωσα και στραβολαιμιάστηκα. 2. καταπονώ το λαιμό μου στρέφοντας το κεφάλι προς τα πλάγια: Στραβολαιμιάστηκα κοιτώντας το γραπτό του διπλανού μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)